γαλάλιθος

γαλάλιθος
Τεχνητή πλαστική ύλη που παρασκευάζεται από την καζεΐνη του γάλακτος με φορμαλδεΰδη. Είναι σώμα άχρωμο, άγευστο και δεν αναφλέγεται. Έχει ειδικό βάρος 1,3-1,4, δεν αντέχει πολύ στο νερό και μπορεί να κατεργαστεί μόνο με σκάλισμα ή τόρνευση. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή χτενών, κουμπιών, πορπών, λαβών, παιχνιδιών και μικροαντικειμένων σε αντικατάσταση του ελεφαντοστού, γιατί παρουσιάζει εξαιρετική ελαστικότητα και αντοχή, ενώ μπορεί να αποκτήσει πολύ μεγάλη στιλπνότητα.
* * *
ο
σκληρό πλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων και κομψοτεχνημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτόλιθος — ο ο γαλάλιθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”